Stathi ArgietaStathi ArgietaStathi ArgietaStathi Argieta
  • Αρχική
  • Το Γραφείο μας
  • Υπηρεσίες
    • Εργατικό Δίκαιο
    • Οικογενειακό Δίκαιο
    • Ακίνητα/Κτηματολόγιο
    • Διοικητικό Δίκαιο
    • Κληρονομικό Δίκαιο
    • Ποινικό Δίκαιο
  • Άρθρα
  • Επικοινωνία
  • ΕΛ
  • EΝ

Καταγγελία σύμβασης εργασίας

Καταγγελία είναι το δικαίωμα που έχει οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους σε μια διαρκή σύμβαση, να λύνει αυτή την σύμβαση για το μέλλον με τη μονομερή θέλησή του. Όταν πρόκειται ειδικότερα για μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η καταγγελία αυτή από την πλευρά του εργοδότη παίρνει την μορφή της απόλυσης του μισθωτού, ενώ από την πλευρά του τελευταίου παρουσιάζεται με την μορφή της παραίτησης από την θέση εργασίας.

Α. Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

Η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου (άρθρο 669 παρ. 2 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 του Ν.2112/1920 και 5 παρ.3 του Ν.3198/1955). Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ασκείται με μονομερή δήλωση βούλησης, που πρέπει να είναι σαφής και σοβαρή και θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως (υπάρχει δυνατότητα σιωπηρής καταγγελίας σε περίπτωση που δεν επιβάλλεται ο έγγραφος τύπος) και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση. Σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται άκυρη, δεν επιφέρει το κατασταλτικό της αποτέλεσμα. Τυχόν ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή πλήρους αποζημιώσεως), είτε στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη (άρθρο 281 ΑΚ), δηλαδή όταν η καταγγελία έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, για παράδειγμα σε περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) κριτήρια (βλ. ΑΠ 247/2012, ΑΠ 869/2009, ΑΓΙ 414/2008, ΑΠ 341/2008, ΑΠ 280/2007 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 115/2006 ΕΔ/νη 2007. 160). Για την έγκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν απαιτείται βάσιμος (σπουδαίος) λόγος (άρθρο 117 παρ.2 Ν.4623/2019, με το οποίο καταργήθηκε το άρθρο 48 του Ν. 4611/2019). Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 868/2018, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 904/2012, ΑΠ 50/2012).

Για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Σε αυτή την περίπτωση ο εναγόμενος εργοδότης για αποκρούσει τον ισχυρισμό της ακυρότητας πρέπει να αρνηθεί αιτιολογημένα τον ισχυρισμό του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής, επικαλούμενος ως αιτία της καταγγελίας λόγους σοβαρούς και συγκεκριμένους, για παράδειγμα την μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτού, την πλημμελή άσκηση των συμβατικών καθηκόντων, την κακή συμπεριφορά του μισθωτού που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης και άλλα. Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013).

Β. Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.

Μια σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν το χρονικό σημείο της λήξης της είναι καθορισμένο (η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε διότι συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε διότι συνάγεται από το σκοπό και το είδος της, άρθρο 669 ΑΚ). Αυτό σημαίνει πως με συμφωνία των μερών ορίζεται ότι ένα μελλοντικό και βέβαιο γεγονός θα φέρει, όταν πραγματοποιηθεί, αυτόματα την λήξη της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία (άρθρο 672 εδ. α ΑΚ). Η μη ύπαρξη σπουδαίου λόγου καθιστά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου άκυρη και ως εκ τούτου θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρα 174, 180 Α.Κ.), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η σύμβαση εργασίας και ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, να του οφείλει μισθούς υπερημερίας (άρθρο 656 ΑΚ).

Σπουδαίο λόγο καταγγελίας αποτελούν εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, τα οποία, ανεξάρτητα από τη προέλευσή τους και την ύπαρξη υπαιτιότητας, καθιστούν στην συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή από τον καταγγέλλοντα την συνέχιση της σύμβασης μέχρι την (συμφωνημένη ή υποχρεωτική κατά το νόμο) λήξη της (άρθρο 672 εδ. α ΑΚ), για τον προσδιορισμό δε του σπουδαίου λόγου, την κρίση δηλ. αν συντρέχουν τέτοια περιστατικά (η οποία ως αφορώσα αόριστη νομική έννοια υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο), συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης, ενώ τα περιστατικά αυτά που συνιστούν σπουδαίο λόγο μπορεί να είναι τυχαία ή να οφείλονται σε ανώτερη βία, χωρίς να ενδιαφέρει, στην σφαίρα ποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη γεννήθηκαν. Τέτοιος λόγος, ειδικότερα, συντρέχει για τον εργοδότη σε περίπτωση παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού, (άρθ.673 ΑΚ), καθώς και όταν λόγω της συμπεριφοράς του εργαζομένου επήλθε κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, αλλά και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία με βάση τα ως άνω ουσιαστικά κριτήρια η συνέχιση της εργασιακής σχέσης παρίσταται ως μη ανεκτή απ’ αυτόν (ΟλΑΠ 8/2007, 10/1995, 858/1984, ΑΠ 1164, 2019, 504/2017, ΑΠ 57/2015, 1248/2014, 806/2014, 1115/2013. 1616/2011). Στο έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν απαιτείται να αναφέρονται τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο (ΑΠ 652/2009). Πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για την θεμελίωση σπουδαίου λόγου η πρόκληση ζημίας στον εργοδότη ή ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας αυτού στο μέλλον από αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου, εάν διατηρηθεί στην θέση του (ΑΠ 824/2005). Επίσης, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου μισθωτού, ερειδόμενο στην παράβαση της αρχής αυτής, η εκ μέρους του εργοδότη μη καταγγελία της σύμβασης εργασίας άλλων εργαζομένων που υπέπεσαν στο ίδιο παράπτωμα (ΑΠ 1407/2005). Το ως δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών (άρθρο 672 εδ. β’ ΑΚ, με το οποίο διάταξη αναγκαστικού δικαίου ΑΠ 1616/2011).

Share

Περισσότερα

15 Νοεμβρίου, 2024

Ανώτατο όριο σύνταξης


Περισσότερα

Διεύθυνση


Μυλωνογιάννη 125Α
731 35, Χανιά, Κρήτη


Ζωγράφου 11
71 201, Ηράκλειο, Κρήτη

Επικοινωνία


Τηλ: +30 6973534225
e-mail: [email protected]
e-mail: [email protected]

Ώρες λειτουργίας


09:00 - 21:00
(μόνο κατόπιν ραντεβού)


© 2020 Arieta Stathi | Law Firm | All Rights Reserved
  • EL
  • EN
  • Αρχική
  • Το Γραφείο
  • Υπηρεσίες
    • Εργατικό Δίκαιο
    • Οικογενειακό Δίκαιο
    • Ποινικό Δίκαιο
    • Κληρονομικό Δίκαιο
    • Διοικητικό Δίκαιο
    • Ακίνητα/Κτηματολόγιο
  • Άρθρα
  • Επικοινωνία